- καλλιέρημα
- καλλιέρημαauspicious sacrificeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλιέρημα — καλλιέρημα, τὸ (AM) [καλλιερώ] ευπρόσδεκτη θυσία … Dictionary of Greek
καλλιερήματα — καλλιέρημα auspicious sacrifice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιερήματος — καλλιέρημα auspicious sacrifice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)